- πολυπόδι
- (polypodium). Πτεριδόφυτο της οικογένειας των πολυποδιιδών, αυτοφυές πάνω σε κορμούς δασικών δέντρων, σε βράχους, ερείπια κλπ. Έχει φύλλα φτερόλοβα και, στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, σωρούς στρογγυλούς, κοκκινωπούς. Είναι μια πολυετής πόα με χοντρό ρίζωμα, που έχει γεύση γλυκιά, παρόμοια με της γλυκόρριζας. Το ρίζωμά του έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ως καρύκευμα. Το π. καλλιεργείται στις γλάστρες και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό φυτό.
Πολύποδες: 4) Πολυποειδής μορφή του υδρόζωου μιλλέπορου, 2) Α. αξονική τομή, Β, Γ, εγκάρσιες τομές, 3) Απλουστευμένη απεικόνιση αποικίας από πολύποδα.
Dictionary of Greek. 2013.