πολυπόδι

πολυπόδι
(polypodium). Πτεριδόφυτο της οικογένειας των πολυποδιιδών, αυτοφυές πάνω σε κορμούς δασικών δέντρων, σε βράχους, ερείπια κλπ. Έχει φύλλα φτερόλοβα και, στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, σωρούς στρογγυλούς, κοκκινωπούς. Είναι μια πολυετής πόα με χοντρό ρίζωμα, που έχει γεύση γλυκιά, παρόμοια με της γλυκόρριζας. Το ρίζωμά του έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα και ως καρύκευμα. Το π. καλλιεργείται στις γλάστρες και στην Ελλάδα ως καλλωπιστικό φυτό. Πολύποδες: 4) Πολυποειδής μορφή του υδρόζωου μιλλέπορου, 2) Α. αξονική τομή, Β, Γ, εγκάρσιες τομές, 3) Απλουστευμένη απεικόνιση αποικίας από πολύποδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύποδι — πολύπους 1 many footed masc/fem/neut dat sg πολύπους 2 poulp masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποδίνη — πολυποδί̱νη , πολυποδίνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυποδίτης — πολυποδί̱της , πολυποδίτης flavoured with polypody masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεντροφτέρι — το το διακοσμητικό φυτό πολυπόδιο το κοινό, το πολυπόδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”